χρίση

χρίση
η / χρῑσις, -ίσεως, ΝΜΑ [χρίω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρίω, επίχριση, επάλειψη
2. επίσημη ανακήρυξη αξιωματούχου, αναγόρευση, ιδίως ηγεμόνα ή επισκόπου
νεοελλ.
1. εκκλ. επάλειψη με άγιο μύρο, χρίσμα
2. μτφ. διορισμός
αρχ.
χρωματισμός επιφάνειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρίση — η 1. επάλειψη. 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα, η επάλειψη με το άγιο χρίσμα, μύρωση. 3. θρησκευτική τελετή, κατά την οποία χρίζονταν οι επίσκοποι και οι βασιλιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρίσῃ — χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly aor subj mid 2nd sg χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly aor subj act 3rd sg χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly fut ind mid 2nd sg χρί̱σηι , χρῖσις smearing fem dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der griechischen Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen 2.3 Kurzformen der Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • έγχρισις — ἔγχρισις, η (Α) 1. χρίση, τρίψιμο 2. ελαφρό τραύμα, αμυχή …   Dictionary of Greek

  • ελαίωση — η (Α ἐλαίωσις) νεοελλ. 1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα 2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρού αρχ. 1. θεραπεία με λάδι 2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως… …   Dictionary of Greek

  • χρίσιμος — ον, ΜΑ [χρῑσις] ο κατάλληλος για χρίση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”